- ακριώτης
- ο (θηλ. -ισσα) [άκρια]αυτός που κατοικεί στην άκρη μιας πόλης ή ενός χωριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άκρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 221 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνος του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αντιχασίων. * * * και άκρα, η (Α ἄκρη και ἄκρα) (Ν και άκρια) 1. το έσχατο όριο ή σημείο πράγματος ή εκτάσεως (σε αντιδιαστολή … Dictionary of Greek